σιλανσιέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιλανσιέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική silencieux[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.lanˈsçe/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιλανσιέ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιλανσιέ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σιλανσιέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας