ενεστώτας suppress
γ΄ ενικό ενεστώτα suppresses
αόριστος suppressed
παθητική μετοχή suppressed
ενεργητική μετοχή suppressing

suppress (en)

  1. (συνήθως κακόσημο) καταστέλλω, καταπνίγω, για μια κυβέρνηση, κυβερνήτη κτλ. που σταματά, συχνά με τη βία, μια ομάδα ή μια δραστηριότητα που πιστεύεται ότι απειλεί την εξουσία του
    ⮡  They suppressed the rebellion.
    Κατέστειλαν την ανταρσία.
    ⮡  The revolt was suppressed during the night.
    Η εξέγερση καταπνίγηκε στη διάρκεια της νύχτας.
  2. (συνήθως κακόσημο) απαγορεύω, συγκαλύπτω, αποτρέπω κάτι να δημοσιευτεί ή να γίνει γνωστό
    ⮡  They suppressed the circulation of the newspaper.
    Απαγόρευσαν την κυκλοφορία της εφημερίδας.
    ⮡  They tried to suppress the scandal.
    Προσπάθησαν να συγκαλύψουν το σκάνδαλο.
  3. καταπνίγω, πνίγω, αποτρέπω τον εαυτό μου από το να έχω ή να εκφράσω ένα συναίσθημα
    ⮡  He suppressed his anger and accepted the compromise.
    Κατέπνιξε την οργή του και δέχτηκε το συμβιβασμό.
    ⮡  I suppressed the voice of my conscience.
    Κατέπνιξα τη φωνή της συνείδησής μου.
    ⮡  Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
    Προς το τέλος της ομιλίας το ακροατήριο δεν έπνιγε πια τα χασμουρητά του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη conceal
  4. καταστέλλω, αποτρέπω κάτι από το να μεγαλώσει, να αναπτυχθεί ή να συνεχιστεί
    ⮡  medicinal substances which suppress pain/inflammation - φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τους πόνους/τις φλεγμονές