συγκαλύψιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκαλύψιμος < συγκαλύπτω + -ιμος
Επίθετο
επεξεργασίασυγκαλύψιμος
- (λόγιο) που είναι δυνατόν να συγκαλυφθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκαλύψιμος
|
Πηγές
επεξεργασία- συγκαλύψιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)