↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκαλύψιμος η συγκαλύψιμη το συγκαλύψιμο
      γενική του συγκαλύψιμου της συγκαλύψιμης του συγκαλύψιμου
    αιτιατική τον συγκαλύψιμο τη συγκαλύψιμη το συγκαλύψιμο
     κλητική συγκαλύψιμε συγκαλύψιμη συγκαλύψιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκαλύψιμοι οι συγκαλύψιμες τα συγκαλύψιμα
      γενική των συγκαλύψιμων των συγκαλύψιμων των συγκαλύψιμων
    αιτιατική τους συγκαλύψιμους τις συγκαλύψιμες τα συγκαλύψιμα
     κλητική συγκαλύψιμοι συγκαλύψιμες συγκαλύψιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκαλύψιμος < συγκαλύπτω + -ιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

συγκαλύψιμος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • συγκαλύψιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)