ασυγκάλυπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυγκάλυπτος < α- στερητικό + συγκαλύπτω
Επίθετο επεξεργασία
ασυγκάλυπτος, -η, -ο
- που δεν έχει συγκαλυφθεί ή δεν μπορεί να συγκαλυφθεί, ο φανερός
- η ενοχή σου για το φόνο είναι πια ασυγκάλυπτη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυγκάλυπτος
|