↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυγκάλυπτος η ασυγκάλυπτη το ασυγκάλυπτο
      γενική του ασυγκάλυπτου της ασυγκάλυπτης του ασυγκάλυπτου
    αιτιατική τον ασυγκάλυπτο την ασυγκάλυπτη το ασυγκάλυπτο
     κλητική ασυγκάλυπτε ασυγκάλυπτη ασυγκάλυπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυγκάλυπτοι οι ασυγκάλυπτες τα ασυγκάλυπτα
      γενική των ασυγκάλυπτων των ασυγκάλυπτων των ασυγκάλυπτων
    αιτιατική τους ασυγκάλυπτους τις ασυγκάλυπτες τα ασυγκάλυπτα
     κλητική ασυγκάλυπτοι ασυγκάλυπτες ασυγκάλυπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυγκάλυπτος < α- στερητικό + συγκαλύπτω

  Επίθετο

επεξεργασία

ασυγκάλυπτος, -η, -ο

  • που δεν έχει συγκαλυφθεί ή δεν μπορεί να συγκαλυφθεί, ο φανερός
    η ενοχή σου για το φόνο είναι πια ασυγκάλυπτη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία