Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκουκουλώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποκουκουλίζω / ἀποκουκουλῶ

  Ρήμα επεξεργασία

αποκουκουλώνω[1]

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. αποκουκουλώνωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας