Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακουκούλωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακουκούλωτ
ος
η
ακουκούλωτ
η
το
ακουκούλωτ
ο
γενική
του
ακουκούλωτ
ου
της
ακουκούλωτ
ης
του
ακουκούλωτ
ου
αιτιατική
τον
ακουκούλωτ
ο
την
ακουκούλωτ
η
το
ακουκούλωτ
ο
κλητική
ακουκούλωτ
ε
ακουκούλωτ
η
ακουκούλωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακουκούλωτ
οι
οι
ακουκούλωτ
ες
τα
ακουκούλωτ
α
γενική
των
ακουκούλωτ
ων
των
ακουκούλωτ
ων
των
ακουκούλωτ
ων
αιτιατική
τους
ακουκούλωτ
ους
τις
ακουκούλωτ
ες
τα
ακουκούλωτ
α
κλητική
ακουκούλωτ
οι
ακουκούλωτ
ες
ακουκούλωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακουκούλωτος
<
α-
+
κουκουλώνω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακουκούλωτος
που δεν τον έχουν
κουκουλώσει
Αντώνυμα
επεξεργασία
κουκουλωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακουκούλωτος