Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουκουλωμένος η κουκουλωμένη το κουκουλωμένο
      γενική του κουκουλωμένου της κουκουλωμένης του κουκουλωμένου
    αιτιατική τον κουκουλωμένο την κουκουλωμένη το κουκουλωμένο
     κλητική κουκουλωμένε κουκουλωμένη κουκουλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουκουλωμένοι οι κουκουλωμένες τα κουκουλωμένα
      γενική των κουκουλωμένων των κουκουλωμένων των κουκουλωμένων
    αιτιατική τους κουκουλωμένους τις κουκουλωμένες τα κουκουλωμένα
     κλητική κουκουλωμένοι κουκουλωμένες κουκουλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουκουλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουκουλώνω

  Μετοχή επεξεργασία

κουκουλωμένος, -η, -ο

  1. εντελώς σκεπασμένος
  2. τυλιγμένος με ζεστά ρούχα
  3. (μεταφορικά) (για παράνομη ενέργεια) συγκεκαλυμμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία