κουκουλωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουκουλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουκουλώνω
Μετοχή επεξεργασία
κουκουλωμένος, -η, -ο
- εντελώς σκεπασμένος
- τυλιγμένος με ζεστά ρούχα
- (μεταφορικά) (για παράνομη ενέργεια) συγκεκαλυμμένος
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουκουλωμένος