φασκελοκουκούλωστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φασκελοκουκούλωστα < φασκέλωσε + κουκούλωσε + τα
Επιφώνημα
επεξεργασίαφασκελοκουκούλωστα
- (οικείο) (προφορικό) για άσχημη κατάσταση που δεν βελτιώνεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία φασκελοκουκούλωστα
|