Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκουκουλώνω < ξε- + κουκουλώνω

ξεκουκουλώνω[1] (παθητική φωνή: ξεκουκουλώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) αφαιρώ την κουκούλα
  2. (μεταφορικά) αποκαλύπτω

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία