ξεκουκούλωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεκουκούλωμα < ξεκουκουλώνω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεκουκούλωμα[1] ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεκουκουλώνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ξεκουκουλώνω, κουκουλώνω και κουκούλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεκουκούλωμα
|
- ↑ ξεκουκούλωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας