Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκουκούλωμα τα ξεκουκουλώματα
      γενική του ξεκουκουλώματος των ξεκουκουλωμάτων
    αιτιατική το ξεκουκούλωμα τα ξεκουκουλώματα
     κλητική ξεκουκούλωμα ξεκουκουλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκουκούλωμα < ξεκουκουλώνω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκουκούλωμα[1] ουδέτερο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία