εξωραϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξωραϊσμός < ελληνιστική κοινή ἐξωραϊσμός < ἐξωραΐζω < ἐξ- + ὡραΐζω (ομορφαίνω) < αρχαία ελληνική ὡραῖος < ὥρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξωραϊσμός αρσενικό
- (λόγιο) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξωραΐζω
- το να κάνω κάτι (ή κάποιον) ωραίο
- (μεταφορικά) ωραιοποίηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξωραϊσμός