Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξωραϊσμός οι εξωραϊσμοί
      γενική του εξωραϊσμού των εξωραϊσμών
    αιτιατική τον εξωραϊσμό τους εξωραϊσμούς
     κλητική εξωραϊσμέ εξωραϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωραϊσμός < ελληνιστική κοινή ἐξωραϊσμός < ἐξωραΐζω < ἐξ- + ὡραΐζω (ομορφαίνω) < αρχαία ελληνική ὡραῖος < ὥρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξωραϊσμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία