ενικός         πληθυντικός  
beautification beautifications

  Ετυμολογία

επεξεργασία
beautification < beautify + -ication

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

beautification (en)

  • ο καλλωπισμός
    ⮡  beautification of the central square - καλλωπισμός της κεντρικής πλατείας