beautify
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | beautify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | beautifies |
αόριστος | beautified |
παθητική μετοχή | beautified |
ενεργητική μετοχή | beautifying |
Ρήμα
επεξεργασίαbeautify (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 405. ISBN 9780194325684., λήμμα: καλλωπίζω