Ετυμολογία

επεξεργασία
ομορφαίνω < μεσαιωνική ελληνική ὀμορφαίνω < ὄμορφος < ἔμορφος < αρχαία ελληνική εὔμορφος < εὖ + μορφή

ομορφαίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο όμορφο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο όμορφος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία