Ετυμολογία

επεξεργασία

ομορφαίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο όμορφο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο όμορφος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία