εὔμορφος
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εὔμορφος < αρχαία ελληνική εὔμορφος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: εύμορφος, ⇒ νέα ελληνικά: όμορφος
Επίθετο
επεξεργασία
εὔμορφος, -η, -ο, συγκριτικός :εὐμορφότερος/εὐμορφύτερος (και σήμερα σε χρήση)
- όμορφος
- ※ 9ος αιώνας, Γεώργιος Αμαρτωλός ή Γεώργιος Μοναχός Χρονικόν σύντομον, @catholiclibrary.org
- Ἦτον δὲ εἰς τὸ παλάτιν εἷς νέος εὔμορφος ᾧ ὄνομα Μιχαὴλ ἐκ γένους τῶν Παφλαγόνων· καὶ ὡς ἐπεριπάτει εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ παλατίου, ὡραιομένος καὶ κουρτέσης, καὶ ἰδοῦσα τοῦτον ἡ βασίλισσα ἐτρώθη ἔρωτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς καὶ ἐπεθύμει τὸ κάλλος καὶ τὴν λαμπρότητα τοῦ Μιχαὴλ, ὅτι ἦτον τρυφεροπρόσωπος καὶ κατάλευκος καὶ ῥοδινὸς καὶ περικαλλὴς, ὥστε καὶ εἶχεν αὐτὸν καὶ ἐμοιχεύετο μετ' αὐτοῦ καὶ ἐχόρταινεν αὐτοῦ τὴν εὐμορφίαν.
- ※ 9ος αιώνας, Γεώργιος Αμαρτωλός ή Γεώργιος Μοναχός Χρονικόν σύντομον, @catholiclibrary.org
- θαυμαστός, αξιοθαύμαστος
- (για φαγητό) νόστιμος
- (μεταφορικά) ταιριαστός
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ο καλός τρόπος
- (το ουδέτερο πληθυντικού αριθμού ως ουσιαστικό) (τὰ ὄμορφα) η ομορφιά, οι αρετές
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- εὐμορφαναθρέφω
- εὐμορφαρδινιασμένος
- εὐμορφαρματωμένος
- εὐμορφοβαλμένος
- εὐμορφογεναμένος
- εὐμορφογιατρεύω
- εὐμορφογραφία
- εὐμορφοδιωματούσα
- εὐμορφοερωτοπαίδευτος
- εὐμορφόθωρος
- εὐμορφοκαμωμένος
- εὐμορφοκάμωτος
- εὐμορφολογία
- εὐμορφόλογος
- εὐμορφομυρισμένος
- εὐμορφοντύνω
- εὐμορφοπλασμένος
- εὐμορφοπροσωπάτος
- εὐμορφοσκευασμένος
- εὐμορφοστολίζω
- εὐμορφόσωμος
- εὐμορφοφιλώ
- εὐμορφοτονία
- εὐμορφόχροος
- εὐμορφοχρυσοκόσμητος
- παγκαλοεύμορφος
- πανεύμορφα (επίρρημα)
- πανεύμορφος
- παρεύμορφος
Πηγές
επεξεργασία
- εὔμορφος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- εὔμορφος σελ.336, Τόμος 6, σελ.337, Τόμος 6 & σελ.402, Τόμος 11 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εὔμορφος < εὔ- + -μορφος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἔμορφος, ὄμορφος ⇒ νέα ελληνικά: όμορφος
Επίθετο
επεξεργασία
εὔμορφος, -ος, -ον, συγκριτικός :εὐμορφότερος
- που έχει ωραία μορφή, όμορφος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 196.3
- τὸ δὲ ἂν χρυσίον ἐγίνετο ἀπὸ τῶν εὐειδέων παρθένων, καὶ οὕτως αἱ εὔμορφοι τὰς ἀμόρφους καὶ ἐμπήρους ἐξεδίδοσαν.
- Όσο για τα χρήματα, αυτά μαζεύονταν από τις όμορφες κοπέλες· και με τον τρόπο αυτόν οι όμορφες κοπέλες προίκιζαν τις άσχημες και τις σακάτισσες.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὸ δὲ ἂν χρυσίον ἐγίνετο ἀπὸ τῶν εὐειδέων παρθένων, καὶ οὕτως αἱ εὔμορφοι τὰς ἀμόρφους καὶ ἐμπήρους ἐξεδίδοσαν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 196.3
- κομψός, χαριτωμένος
- (μεταφορικά) θαυμαστός, αξιοθαύμαστος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 490
- ὦ Περσέφασσα, δὸς δέ γ᾽ εὔμορφον κράτος.
- Κι ω Περσεφόνη, δωσ᾽ μας νίκη ευτυχισμένη.
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ὦ Περσέφασσα, δὸς δέ γ᾽ εὔμορφον κράτος.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 490
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα) όμορφος
- ※ Εὗρον νέαν πάνυ εὔμορφον, καθαρίαν, εὔστολον, ἐλλόγιμον Ἑλληνίδα καὶ θυγατέρα φιλοσόφου.
- Φερδινάνδος Γρηγορόβιος (1882) Αθηναΐς [διήγημα] @books.google
- ※ Εὗρον νέαν πάνυ εὔμορφον, καθαρίαν, εὔστολον, ἐλλόγιμον Ἑλληνίδα καὶ θυγατέρα φιλοσόφου.
Πηγές
επεξεργασία
- εὔμορφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὔμορφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.