Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωραιοποίηση οι ωραιοποιήσεις
      γενική της ωραιοποίησης* των ωραιοποιήσεων
    αιτιατική την ωραιοποίηση τις ωραιοποιήσεις
     κλητική ωραιοποίηση ωραιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωραιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωραιοποίηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωραιοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία