ωραιοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαωραιοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ωραιοποιώ
- θα ωραιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ωραιοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαωραιοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ωραιοποίηση