Ετυμολογία

επεξεργασία

εξωραΐζω (παθητική φωνή: εξωραΐζομαι)

  1. κάνω κάτι ομορφότερο, το καλλωπίζω, το ομορφαίνω
     συνώνυμα: καλλύνω, στολίζω, ωραΐζω
  2. παρουσιάζω κάτι πιο ωραίο απ' ό,τι είναι, ωραιοποιώ, εξιδανικεύω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία