white
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwhite (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwhite (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαγαλακτόχρωμος, χιονόλευκος
επεξεργασία- colourless
- unpigmented
- undyed
- bleached
- natural
- snowy
- milky
- chalky
- snow-white
- snowy-white
- milk-white
- milky-white
- chalk-white
- chalky-white
- ivory
- pale
- clear
- transparent