παραθετικά
θετικός transparent
συγκριτικός more transparent
υπερθετικός most transparent

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

transparent (en)

  1. διαφανής, διάφανος, που μου επιτρέπει να το δω μέσα από αυτό
    a transparent material - διαφανές ύφασμα
     συνώνυμα:  clear και diaphanous
  2. διαφανής, ολοφάνερος, ειδικά για μια δικαιολογία, ένα ψέμα κτλ. που μπορώ εύκολα να δω είναι ψευδής και μου επιτρέπει να δω εύκολα την αλήθεια
    a transparent excuse - διαφανής δικαιολογία
    transparent intentions - διαφανείς/ολοφάνεροι σκοποί
    It’s a transparent lie.
    Είναι ολοφάνερο ψέμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obvious
  3. ξεκάθαρος, για γλώσσα ή πληροφορίες που μπορώ να καταλάβω εύκολα
    a transparent answer - μια ξεκάθαρη απάντηση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη clear
  4. (πληροφορική) διαφανής, λειτουργία μη αντιληπτή από τον χρήστη
  5. (υλικό υπολογιστή) διαφανής

Αντώνυμα

επεξεργασία



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό transparent transparents
θηλυκό transparente transparentes

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

transparent (fr)