λευκό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λευκό | τα | λευκά |
γενική | του | λευκού | των | λευκών |
αιτιατική | το | λευκό | τα | λευκά |
κλητική | λευκό | λευκά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λευκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λευκός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλευκό ουδέτερο
- το λευκό χρώμα
- (πολιτική) το λευκό ψηφοδέλτιο αυτό με το οποίο ο ψηφοφόρος δεν δηλώνει προτίμηση για κανέναν υποψήφιο ή συνδυασμό
- ⮡ αποφάσισε να ρίξει λευκό στις εκλογές
- (ιατρική, στον πληθυντικό) τα λευκά αιμοσφαίρια
- ⮡ μετά από μια λοίμωξη είναι συνήθως αυξημένα τα λευκά
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη λευκός
Μεταφράσεις
επεξεργασία λευκό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλευκό