πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λευκό τα λευκά
      γενική του λευκού των λευκών
    αιτιατική το λευκό τα λευκά
     κλητική λευκό λευκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λευκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λευκός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λευκό ουδέτερο

  1. το λευκό χρώμα
     συνώνυμα: άσπρο
  2. (πολιτική) το λευκό ψηφοδέλτιο αυτό με το οποίο ο ψηφοφόρος δεν δηλώνει προτίμηση για κανέναν υποψήφιο ή συνδυασμό
      αποφάσισε να ρίξει λευκό στις εκλογές
  3. (ιατρική, στον πληθυντικό) τα λευκά αιμοσφαίρια
      μετά από μια λοίμωξη είναι συνήθως αυξημένα τα λευκά

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη λευκός

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία