πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πάλλευκος η πάλλευκη το πάλλευκο
      γενική του πάλλευκου της πάλλευκης του πάλλευκου
    αιτιατική τον πάλλευκο την πάλλευκη το πάλλευκο
     κλητική πάλλευκε πάλλευκη πάλλευκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πάλλευκοι οι πάλλευκες τα πάλλευκα
      γενική των πάλλευκων των πάλλευκων των πάλλευκων
    αιτιατική τους πάλλευκους τις πάλλευκες τα πάλλευκα
     κλητική πάλλευκοι πάλλευκες πάλλευκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
πάλλευκος < αρχαία ελληνική πάλλευκος. Συγχρονικά αναλύεται σε πάλ- (παν-) + λευκός

πάλλευκος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία