κάτασπρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈka.ta.spɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐τα‐σπρος
Επίθετο
επεξεργασίακάτασπρος, -η, ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) συνώνυμο του κατάλευκος, που είναι εντελώς άσπρος χωρίς κανένα άλλο χρώμα
- ※ Το πρόσωπο της Ελένης Λαμπρινού φαινόταν ήσυχο, αλλά τα χέρια της, όπως έσφιγγαν τα μπράτσα της πολυθρόνας, είχαν γίνει κάτασπρα από το σφίξιμο. (Γιάννης Μαρής (1959) Επικίνδυνο καλοκαίρι [νουβέλα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κάτασπρος
|