ενεστώτας embellish
γ΄ ενικό ενεστώτα embellishes
αόριστος embellished
παθητική μετοχή embellished
ενεργητική μετοχή embellishing

embellish (en)

  1. διακοσμώ, ομορφαίνω κάτι με διακόσμηση
    ⮡  They embellished the church with flowers for the wedding ceremony.
    Διακόσμησαν την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decorate
  2. εξωραΐζω, κάνω μια ιστορία πιο ενδιαφέρουσα με λεπτομέρειες που δεν είναι πάντα αληθινές
    ⮡  There is the natural human tendency to embellish the past.
    Υπάρχει η φυσική τάση του ανθρώπου να εξωραΐζει το παρελθόν.
     συνώνυμα: whitewash