Δείτε επίσης: cover-up

Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας cover up
γ΄ ενικό ενεστώτα covers up
αόριστος covered up
παθητική μετοχή covered up
ενεργητική μετοχή covering up

  Ετυμολογία επεξεργασία

cover up < → δείτε τις λέξεις cover και up

  Ρήμα επεξεργασία

cover up (en)

  • (κακόσημο) συγκαλύπτω, προσπαθώ να εμποδίσω τους ανθρώπους να μάθουν την αλήθεια για ένα λάθος, ένα έγκλημα κτλ.
    They tried to cover up the scandal.
    Προσπάθησαν να συγκαλύψουν το σκάνδαλο.

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία