cover up
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | cover up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | covers up |
αόριστος | covered up |
παθητική μετοχή | covered up |
ενεργητική μετοχή | covering up |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
cover up (en)
- (κακόσημο) συγκαλύπτω, προσπαθώ να εμποδίσω τους ανθρώπους να μάθουν την αλήθεια για ένα λάθος, ένα έγκλημα κτλ.
- ↪ They tried to cover up the scandal.
- Προσπάθησαν να συγκαλύψουν το σκάνδαλο.
- ↪ They tried to cover up the scandal.
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- cover up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 829. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκαλύπτω