Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mæsk/ (βρετανικό)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mask masks

mask (en)

  1. η μάσκα, το προσωπείο, η προσωπίδα, αντικείμενο ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για την κάλυψη του προσώπου έτσι ώστε αυτό να αλλάζει μορφή ή γενικά να μην αναγνωρίζεται
    ⮡  She was wearing a mask and didn’t reveal her face.
    Φορούσε μια μάσκα και δε φανέρωνε το πρόσωπό της.
    ⮡  tragedy/comedy mask - τραγικό/κωμικό προσωπείο
  2. η μάσκα, αντικείμενο ειδικά κατασκευασμένο που καλύπτει το πρόσωπο και το προστατεύει από κάτι ή διοχετεύει κάτι
    ⮡  a surgical/medical mask - χειρουργική/ιατρική μάσκα
    ⮡  gas masks - αντιασφυξιογόνες μάσκες
    ⮡  an oxygen mask - μάσκα οξυγόνου
  3. η μάσκα, καλλυντικό για την περιποίηση του δέρματος
    ⮡  a beauty mask - μάσκα ομορφιάς
    ⮡  a mask made of honey and egg - μάσκα με μέλι και αυγό
  4. η μάσκα, για προσποιητή συμπεριφορά
    ⮡  A mask of indifference covered up his agitation.
    Μία μάσκα αδιαφορίας κάλυπτε την ταραχή του.
  5. (πληροφορική) η μάσκα, πρότυπο (υπόδειγμα) για δημιουργία, μεταβολή και σύγκριση
    → δείτε τη λέξη bitmask

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας mask
γ΄ ενικό ενεστώτα masks
αόριστος masked
παθητική μετοχή masked
ενεργητική μετοχή masking

mask (en)