mask
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mask | masks |
mask (en)
- η μάσκα, το προσωπείο, η προσωπίδα, αντικείμενο ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για την κάλυψη του προσώπου έτσι ώστε αυτό να αλλάζει μορφή ή γενικά να μην αναγνωρίζεται
- ⮡ She was wearing a mask and didn’t reveal her face.
- Φορούσε μια μάσκα και δε φανέρωνε το πρόσωπό της.
- ⮡ tragedy/comedy mask - τραγικό/κωμικό προσωπείο
- ⮡ She was wearing a mask and didn’t reveal her face.
- η μάσκα, αντικείμενο ειδικά κατασκευασμένο που καλύπτει το πρόσωπο και το προστατεύει από κάτι ή διοχετεύει κάτι
- ⮡ a surgical/medical mask - χειρουργική/ιατρική μάσκα
- ⮡ gas masks - αντιασφυξιογόνες μάσκες
- ⮡ an oxygen mask - μάσκα οξυγόνου
- η μάσκα, καλλυντικό για την περιποίηση του δέρματος
- ⮡ a beauty mask - μάσκα ομορφιάς
- ⮡ a mask made of honey and egg - μάσκα με μέλι και αυγό
- η μάσκα, για προσποιητή συμπεριφορά
- ⮡ A mask of indifference covered up his agitation.
- Μία μάσκα αδιαφορίας κάλυπτε την ταραχή του.
- ⮡ A mask of indifference covered up his agitation.
- (πληροφορική) η μάσκα, πρότυπο (υπόδειγμα) για δημιουργία, μεταβολή και σύγκριση
- → δείτε τη λέξη bitmask
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | mask |
γ΄ ενικό ενεστώτα | masks |
αόριστος | masked |
παθητική μετοχή | masked |
ενεργητική μετοχή | masking |
mask (en)