Ουσιαστικό

επεξεργασία

disguise (en)

  1. μεταμφιέζω, μεταμφιέζομαι
  2. κρύβω, υποκρύπτω κάτι (π.χ. ένα σημάδι, ένα συναίσθημα, μία πράξη) για να μη μπορεί να αναγνωριστεί
      He tried to disguise his feelings. - Επιχείρησε να κρύψει τα συναισθήματά του.
  3. καμουφλάρω
     συνώνυμα: camouflage

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία