disguise
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
disguise (en)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
disguise (en)
- μεταμφιέζω, μεταμφιέζομαι
- κρύβω, υποκρύπτω κάτι (π.χ. ένα σημάδι, ένα συναίσθημα, μία πράξη) για να μη μπορεί να αναγνωριστεί
- ⮡ He tried to disguise his feelings. - Επιχείρησε να κρύψει τα συναισθήματά του.
- καμουφλάρω