Ετυμολογία

επεξεργασία
καμουφλάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική camouflage[1] < ιταλική camuffare < camoufler < capo (< λατινική caput) +‎ muffare (< φραγκική *gmolfell)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.muˈflaz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μου‐φλάζ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμουφλάζ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία