καμουφλάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμουφλάρισμα < καμουφλάρισα + -μα < γαλλική camoufler < ιταλική camuffare < capo (< λατινική caput) + muffare (< φραγκική *gmolfell)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.muˈfla.ɾi.zma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμουφλάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καμουφλάρω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καμουφλάρω και καμουφλάζ
Μεταφράσεις
επεξεργασία καμουφλάρισμα