παραλλαγή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραλλαγή < αρχαία ελληνική παραλλαγή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παραλλαγή θηλυκό
- μία ελαφρώς διαφορετική εκδοχή ενός πράγματος (πχ εμπορικού προϊόντος, δημοτικού τραγουδιού κλπ)
- ↪τα δομημένα ομόλογα αποτελούν μια ειδική παραλλαγή των ομολόγων κυμαινόμενου εισοδήματος
- ↪Η παραλογή «του νεκρού αδελφού» απαντά σε διάφορες παραλλαγές.
- συγκεκριμένη τροποποίηση της εμφάνισης και της ενδυμασίας ώστε να συγχέεται με το περιβάλλον
- οι καταδρομείς φορούν στολές παραλλαγής
- (ύφασμα) το στρατιωτικό σχέδιο
- (γεωγραφία) η διαφορά μεταξύ του πραγματικού βορρά και του βορρά που δείχνει η πυξίδα, η παραλλαγή πυξίδας
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
η συγκεκριμένη τροποποίηση για δημιουργία σύγχυσης με το περιβάλλον