παραλογή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
παραλογή < μεσαιωνική ελληνική παραλογή < αρχαία ελληνική παρακαταλογή < παρά + καταλογή < καταλέγω < κατά + λέγω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παραλογή θηλυκό
- (λογοτεχνία) πολύστιχο αφηγηματικό δημοτικό τραγούδι με «φτιαχτή / πλαστή» υπόθεση
- ↪Η παραλογή «του νεκρού αδελφού» απαντά σε διάφορες παραλλαγές.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παραλογή
|