μεταμφιέζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.taɱ.fiˈe.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ταμ‐φι‐έ‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαμεταμφιέζομαι, πρτ.: μεταμφιεζόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταμφιεστώ, αόρ.: μεταμφιέστηκα, μτχ.π.π.: μεταμφιεσμένος, (ενεργ.: μεταμφιέζω)
- παθητική φωνή του ρήματος μεταμφιέζω → δείτε και την κλίση