μεταμφίεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταμφίεση | οι | μεταμφιέσεις |
γενική | της | μεταμφίεσης* | των | μεταμφιέσεων |
αιτιατική | τη | μεταμφίεση | τις | μεταμφιέσεις |
κλητική | μεταμφίεση | μεταμφιέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταμφιέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταμφίεση < μεταμφιέ(ζω) + ση[1] όπως μεσαιωνική ελληνική μεταμφίεσις / μεταμφίασις < μεταμφιέζω < (ελληνιστική κοινή) μεταμφιάζω < μεταμφιέννυμι / μεταμφιεννύω < μετά + αρχαία ελληνική ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω < ἀμφί + ἕννυμι / ἑννύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.taɱˈfie.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ταμ‐φί‐ε‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταμφίεση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταμφιέζω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μεταμφιέζω και αμφίεση
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταμφίεση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μεταμφίεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας