Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταμφίεση οι μεταμφιέσεις
      γενική της μεταμφίεσης* των μεταμφιέσεων
    αιτιατική τη μεταμφίεση τις μεταμφιέσεις
     κλητική μεταμφίεση μεταμφιέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταμφιέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταμφίεση < μεταμφιέ(ζω) + ση[1] όπως μεσαιωνική ελληνική μεταμφίεσις / μεταμφίασις < μεταμφιέζω < (ελληνιστική κοινήμεταμφιάζω < μεταμφιέννυμι / μεταμφιεννύω < μετά + αρχαία ελληνική ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω < ἀμφί + ἕννυμι / ἑννύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.taɱˈfie.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ταμ‐φί‐ε‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταμφίεση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία