Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφιέννυμι < ἀμφι- + ἕννυμι

ἀμφιέννυμι και ἀμφιύω και ἀμφιεννύω

  1. ντύνω κάποιον, τον ενδύω, το περιβάλλω
    ※  ἀμφιεννὺς αὐτὰ πυκναῖς τε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν, ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶν : ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο (Πλάτων, Πρωταγόρας, 321α, απόδοση Η.Σ. Σπυρόπουλος)
  2. (μέση φωνή) ἀμφιέννυμαι (σπάνιο): φορώ
    ἀμφιέσαντο χιτῶνας

Συγγενικά

επεξεργασία