ἕννυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἕννυμι < *ϝέσνυμι (με σν > νν) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- στη σημασία ντύνω. Συγγενή: → δείτε στο εἷμα.
Ρήμα
επεξεργασίαἕννυμι
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
*ϝεσ-
*ϝεσ-
και δείτε τα παράγωγά τους
- ἑανός
- εἷμα, Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -είμων στο Βικιλεξικό
- ἐσθής
- ἔσθος
- ἐφεστρίς
- ἱμάτιον & παράγωγα
Σύνθετα
επεξεργασίακαι δείτε τα παράγωγά τους
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἕννυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἕννυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ἕννυμι σελ. 428-429 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.