Ετυμολογία

επεξεργασία
ἕννυμι < *ϝέσνυμι (με σν > νν) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- στη σημασία ντύνω. Συγγενή: → δείτε στο εἷμα.

ἕννυμι

Παράγωγα

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
*ϝεσ- 

και δείτε τα παράγωγά τους

και δείτε τα παράγωγά τους