αμφίεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμφίεση | οι | αμφιέσεις |
γενική | της | αμφίεσης* | των | αμφιέσεων |
αιτιατική | την | αμφίεση | τις | αμφιέσεις |
κλητική | αμφίεση | αμφιέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμφιέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμφίεση < (ελληνιστική κοινή) ἀμφίεσις < ἀμφιέννυμι < ἀμφί + ἔννυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμφίεση θηλυκό
- το σύνολο των ρούχων που φοράει κάποιος, τα ενδύματα με τα οποία έχει ντυθεί καθώς και ο τρόπος ντυσίματός του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μεταμφιέζω