clothes
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαclothes (en)
- (μόνο στον πληθυντικό) τα ρούχα
- ⮡ I bought many clothes at the store.
- Αγόρασα πολλά ρούχα στο μαγαζί.
- ⮡ I bought many clothes at the store.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαclothes (en)