Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
attire
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
attire
attires
attire
(en)
(
μόδα
)
αμφίεση
,
ρουχισμός
,
περιβολή
,
ενδυμασία
,
ντύσιμο
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
attire
γ΄
ενικό
ενεστώτα
attires
αόριστος
attired
παθητική μετοχή
attired
ενεργητική
μετοχή
attiring
attire
(en)
ντύνω
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
dress