dress
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dress | dresses |
dress (en)
- το φόρεμα
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | dress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dresses |
αόριστος | dressed |
παθητική μετοχή | dressed |
ενεργητική μετοχή | dressing |
dress (en)
- (μεταβατικό) ντύνω
- (αμετάβατο) ντύνομαι
- ↪ I got up, dressed (myself) and went to work.
- Σηκώθηκα, ντύθηκα και πήγα στη δουλειά.
- ≈ συνώνυμα: get dressed
- ↪ I got up, dressed (myself) and went to work.
- στολίζω (πχ το χριστουγεννιάτικο δέντρο)
- ετοιμάζω μια επιφάνεια (ξύλο, μέταλλο, ύφασμα, δέρμα) με ειδική επεξεργασία
- επιδένω, δένω, περιορίζω κάτι επικίνδυνο για την υγεία
Πηγές
επεξεργασία- dress (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- dress (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211, 594. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω, ντύνω