wear
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wears |
αόριστος | wore |
παθητική μετοχή | worn |
ενεργητική μετοχή | wearing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαwear (en)
- (μεταβατικό) φοράω, βάζω, είμαι ντυμένος ή στολισμένος με κάτι
- ⮡ She always wears glasses and earrings.
- Πάντα φοράει γυαλιά και σκουλαρίκια.
- ⮡ He went out wearing his pajamas.
- Βγήκε έξω φορώντας τις πιτζάμες του.
- ⮡ I never wear a hat/tie.
- Ποτέ δεν βάζω καπέλο/γραβάτα.
- ⮡ She always wears glasses and earrings.
- είμαι χτενισμένος με κάποιο τρόπο
- wear my hair down
- μοντάρω ή φέρω εξάρτημα
- η φθορά
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- wear - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 944. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, φορώ