ενεστώτας wear
γ΄ ενικό ενεστώτα wears
αόριστος wore
παθητική μετοχή worn
ενεργητική μετοχή wearing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

wear (en)

  1. (μεταβατικό) φοράω, βάζω, είμαι ντυμένος ή στολισμένος με κάτι
    ⮡  She always wears glasses and earrings.
    Πάντα φοράει γυαλιά και σκουλαρίκια.
    ⮡  He went out wearing his pajamas.
    Βγήκε έξω φορώντας τις πιτζάμες του.
    ⮡  I never wear a hat/tie.
    Ποτέ δεν βάζω καπέλο/γραβάτα.
  2. είμαι χτενισμένος με κάποιο τρόπο
    wear my hair down
  3. μοντάρω ή φέρω εξάρτημα
  4. η φθορά

Παράγωγα

επεξεργασία