Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας wear off
γ΄ ενικό ενεστώτα wears off
αόριστος wore off
παθητική μετοχή worn off
ενεργητική μετοχή wearing off

  Ετυμολογία επεξεργασία

wear off < → δείτε τις λέξεις wear και off

  Ρήμα επεξεργασία

wear off (en)

  • περνάω σιγά-σιγά, κάτι εξαφανίζεται ή σταματά σταδιακά
    The pain in the chest is wearing off but…
    Ο πόνος στο στήθος περνάει σιγά-σιγά αλλά…
    When the effect of the medicine wore off
    Όταν πέρασε η επίδραση του φαρμάκου…

  Πηγές επεξεργασία