ενεστώτας wear on
γ΄ ενικό ενεστώτα wears on
αόριστος wore on
παθητική μετοχή worn on
ενεργητική μετοχή wearing on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
wear on < → δείτε τις λέξεις wear και on

wear on (en)

  • περνάει σιγά-σιγά ο καιρός, προχωρώ στον χρόνο, ειδικά με τρόπο που φαίνεται αργός
    ⮡  As the evening/winter wore on
    Καθώς περνούσε σιγά-σιγά το βράδυ/ο χειμώνας…
    ⮡  As the day wore on, the heat grew stronger.
    Καθώς προχωρούσε η μέρα, η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη elapse