vestis
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαvestis (eo)
- αόριστος του ρήματος vesti
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vestis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes-ti(h₂)- < *wes-
Ουσιαστικό
επεξεργασία- vestis θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vestis | vestēs |
γενική | vestis | vestium |
δοτική | vestī | vestibus |
αιτιατική | vestem | vestēs/vestīs |
κλητική | vestis | vestēs |
αφαιρετική | veste | vestibus |