μεταμφιάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταμφιάζω < μεταμφιέννυμι < μετά + αρχαία ελληνική ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω < ἀμφί + ἕννυμι / ἑννύω < *ϝέσνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes (ντύνω)
Ρήμα
επεξεργασίαμεταμφιάζω ((ελληνιστική κοινή))