hide
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hide | hides |
hide (en)
- το δέρμα ενός ζώου, τομάρι
- κατά το Μεσαίωνα, η έκταση γης που αρκούσε για να θρέψει μια ελεύθερη οικογένεια, περίπου 100 εκτάρια
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hides |
αόριστος | hid |
παθητική μετοχή | hidden |
ενεργητική μετοχή | hiding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
hide (en)
- (μεταβατικό) κρύβω, βάζω κάποιον ή κάτι σε ένα μέρος όπου δεν μπορεί να βρεθεί
- ⮡ Hide it under the bed.
- Κρύψε το κάτω από το κρεβάτι.
- ⮡ Hide it under the bed.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κρύβομαι, πάω κάπου που δεν θα με δουν ή να με βρουν
- ⮡ Hide (yourself) behind the door.
- Κρύψου πίσω από την πόρτα.
- ⮡ The sun hid behind the clouds.
- Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα.
- ⮡ Who were they hiding from?
- Από ποιον κρύβονταν;
- ⮡ I don’t know where to hide.
- Δεν ξέρω πού να κρυφτώ.
- ⮡ Hide (yourself) behind the door.
- (μεταβατικό) κρύβω, καλύπτω κάποιον ή κάτι ώστε να μην είναι ορατό
- (μεταβατικό) κρύβω, κρατώ κάτι μυστικό, ειδικά συναισθήματα
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- hide (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- hide (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 482. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρύβω