κρύπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρύπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρύπτω
Ρήμα
επεξεργασίακρύπτω
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του κρύβω
Συγγενικά
επεξεργασίακαι
Κλίση
επεξεργασίαΕνεργητική φωνή → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρύπτομαι | κρυπτόμουν(α) | θα κρύπτομαι | να κρύπτομαι | ||
β' ενικ. | κρύπτεσαι | κρυπτόσουν(α) | θα κρύπτεσαι | να κρύπτεσαι | κρύπτου | |
γ' ενικ. | κρύπτεται | κρυπτόταν(ε) | θα κρύπτεται | να κρύπτεται | ||
α' πληθ. | κρυπτόμαστε | κρυπτόμαστε κρυπτόμασταν |
θα κρυπτόμαστε | να κρυπτόμαστε | ||
β' πληθ. | κρύπτεστε | κρυπτόσαστε κρυπτόσασταν |
θα κρύπτεστε | να κρύπτεστε | κρύπτεστε | |
γ' πληθ. | κρύπτονται | κρύπτονταν κρυπτόντουσαν |
θα κρύπτονται | να κρύπτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρύφθηκα | θα κρυφθώ | να κρυφθώ | κρυφθεί | ||
β' ενικ. | κρύφθηκες | θα κρυφθείς | να κρυφθείς | κρύψου | ||
γ' ενικ. | κρύφθηκε | θα κρυφθεί | να κρυφθεί | |||
α' πληθ. | κρυφθήκαμε | θα κρυφθούμε | να κρυφθούμε | |||
β' πληθ. | κρυφθήκατε | θα κρυφθείτε | να κρυφθείτε | κρυφθείτε | ||
γ' πληθ. | κρύφθηκαν κρυφθήκαν(ε) |
θα κρυφθούν(ε) | να κρυφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κρυφθεί | είχα κρυφθεί | θα έχω κρυφθεί | να έχω κρυφθεί | κρυμμένος | |
β' ενικ. | έχεις κρυφθεί | είχες κρυφθεί | θα έχεις κρυφθεί | να έχεις κρυφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κρυφθεί | είχε κρυφθεί | θα έχει κρυφθεί | να έχει κρυφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κρυφθεί | είχαμε κρυφθεί | θα έχουμε κρυφθεί | να έχουμε κρυφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κρυφθεί | είχατε κρυφθεί | θα έχετε κρυφθεί | να έχετε κρυφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κρυφθεί | είχαν κρυφθεί | θα έχουν κρυφθεί | να έχουν κρυφθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρύπτω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | κρύπτω | κρύπτομαι |
Παρατατικός | ἔκρυπτον | ἐκρυπτόμην |
Μέλλοντας | κρύψω | κρύψομαι, κρῠφήσομαι, κρυφθήσομαι |
Αόριστος | ἔκρυψα, ἔκρῠβον, επικός τύπος κρύψα | ἐκρυψάμην, ἐκρύφθην, ἐκρύβην |
Παρακείμενος | κέκρῠφα | κέκρυμμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐκεκρύφειν | κεκρυμμένος ἦν |
Συντελ.Μέλλ. | κεκρύψομαι | |
ιωνικός τύπος παρατατικός: κρύπτασκε, ιωνικός τύπος γʹ πληθ. παρακ.: κεκρύφαται |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρύπτω < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρύπτω
- κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 272
- ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ.
- και ο Αίας τον εσκέπαζε με την λαμπρήν ασπίδα.
- Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
- ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 272
- κρύβω στη γη, θάβω
- καλύπτω, κρατώ κρυφό
- (στην μέση φωνή) καλύπτω, κρύβω
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 646-647
- ἅπανθ᾽ ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος | φύει τ᾽ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται·
- Όλα, μακρύς ο χρόνος κι αναρίθμητος, | τ᾽ άδηλα φανερώνει, τα φανερά τα κρύβει.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 646-647
- (στην παθητική φωνή) (για τους διάττοντες αστέρες) κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 386 (385-387)
- αἳ δή τοι νύκτας τε καὶ ἤματα τεσσαράκοντα | κεκρύφαται, αὖτις δὲ περιπλομένου ἐνιαυτοῦ | φαίνονται τὰ πρῶτα χαρασσομένοιο σιδήρου.
- Αυτές νύχτες σαράντα και ημέρες | είναι κρυμμένες και πάλι, όταν τον κύκλο του ο χρόνος συμπληρώνει, | για πρώτη φορά εμφανίζονται όταν ακονίζεται το σίδερο.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ΣτΕ Ο Ησίοδος αναφέρεται στις Πλειάδες.
- αἳ δή τοι νύκτας τε καὶ ἤματα τεσσαράκοντα | κεκρύφαται, αὖτις δὲ περιπλομένου ἐνιαυτοῦ | φαίνονται τὰ πρῶτα χαρασσομένοιο σιδήρου.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 386 (385-387)
- (αμετάβατο) κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- ἄκρυπτος
- ἀμφικρύπτω
- ἀνακρύπτω
- ἀνεπίκρυπτος
- ἀποκρύπτω
- διακρύπτω
- ἐγκατακρύπτω
- ἐγκρυπτέον
- ἔγκρυπτος
- ἐγκρύπτω
- ἐναποκρύπτω
- εὔκρυπτος
- εὐσύγκρυπτος
- κακκρύπτω
- κατακρύπτω
- κρυπτέον
- κρυπτέος
- κρυπτεύω
- κρυπτή
- κρυπτήρ
- κρυπτήριος
- κρύπτης
- παρακρύπτω
- περικρύπτω
- προκρύπτω
- συγκρύπτω
- συναποκρύπτω
- συνεπικρύπτω
- ὑπαποκρύπτω
- ὑποκρύπτω
Πηγές
επεξεργασία- κρύπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρύπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.