κρυπτόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κρυπτόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρυπτόν[1] → και δείτε τη λέξη κρυπτό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρυπτόν ουδέτερο
- (χημικό στοιχείο) → δείτε τη λέξη κρυπτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρυπτόν
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κρυπτόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας