κρυπτο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίακρυπτο-
- πρώτο συνθετικό λέξεων που εκφράζουν κάτι κρυφό
Σύνθετα
επεξεργασία- κρυπτοβίωση, κρυπτοβιωτικός...
- κρυπτογράφημα, κρυπτογράφηση, κρυπτογραφία, κρυπτογραφικός, κρυπτογράφος...
- κρυπτογαμικός
- κρυπτογενής
- κρυπτοεμμηνόρροια
- κρυπτοζωικός
- κρυπτοκοκκιασικός, κρυπτοκοκκικός, κρυπτόκοκκος, κρυπτοκόκκωση...
- κρυπτοσποριδίαση...
- κρυπτοφθαλμία, κρυπτόφθαλμος...
- ...