κρυπτογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρυπτογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cryptographe < cryptographie. Αναλύονται σε crypto- + -graphe (κρυπτο- + -γράφος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρυπτογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που έχει ως επάγγελμα την κρυπτογράφηση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κρυπτογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρυπτογράφος