κρυπτογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρυπτογραφικός (μαρτυρείται από το 1878)[1]< κρυπτογραφ(ία) + -ικός (λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cryptographique)[2]
Επίθετο
επεξεργασίακρυπτογραφικός
- που έχει σχέση με ή αναφέρεται στην κρυπτογράφηση ή την κρυπτογραφία
- όσο μεγαλύτερο είναι το κρυπτογραφικό κλειδί, τόσο πιο ασφαλές θα είναι το κρυπτογραφημένο μήνυμα, αν ο αλγόριθμος κρυπτογράφησης δεν έχει γνωστές αδυναμίες
Συγγενικά
επεξεργασία- κρυπτογραφικά (επίρρημα)
- → και δείτε τις λέξεις κρυπτογραφία, κρύβω, γράφω και γραφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρυπτογραφικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 575, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ κρυπτογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας